ῥευματίζονται

ῥευματίζονται
ῥευματίζομαι
flow as a current
pres ind mp 3rd pl
ῥευματίζω
flow as a current
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρευματίζω — Α [ῥεῡμα, ατος] 1. (ενεργ και μέσ.) υποφέρω από ρευματισμούς («ῥευματιζόμενά τινα μέρεα», Τίμ. Λοκρ.) 2. μέσ. ῥευματίζομαι ρέω σαν ρεύμα («οἱ δὲ πορθμοὶ ῥευματίζονται κατ ἄλλον τρόπον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”